- διαιτησιμος
- διαιτήσιμος2третейский, посреднический Isae.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διαιτήσιμος — η, ο (Α διαιτήσιμος, ον) (για διαφορές) αυτός που μπορεί να επιλυθεί με διαιτησία, αυτός που επιδέχεται διαιτησία αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διαιτητή ή στη διαιτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερη θεωρείται η απευθείας παραγωγή τού επιθ. από… … Dictionary of Greek
διαιτήσιμον — διαιτήσιμος belonging to a masc/fem acc sg διαιτήσιμος belonging to a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)